σεσωρευμένα

σεσωρευμένα
σωρεύω
heap
perf part mp neut nom/voc/acc pl
σεσωρευμένᾱ , σωρεύω
heap
perf part mp fem nom/voc/acc dual
σεσωρευμένᾱ , σωρεύω
heap
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σεσωρευμένας — σεσωρευμένᾱς , σωρεύω heap perf part mp fem acc pl σεσωρευμένᾱς , σωρεύω heap perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρεύω — ΝΜΑ [σωρός] (κυριολ. και μτφ.) συσσωρεύω, συγκεντρώνω και σχηματίζω σωρό (α. «ο πόλεμος σωρεύει αφάνταστα δεινά» β. «διετέλεσε... σωρεύων πανταχόθεν τὸν πλοῡτον», Διόδ. γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔ δ. «διὰ τοῡ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”